στρατιά

στρατιά
στρατιά, ᾶς, ἡ
army (so Pind., Hdt.+; ins, pap, LXX, TestAbr A 2 p. 78, 28 [Stone p. 4]; JosAs 14:7 [τοῦ ὐψίστου]; ApcEsdr 6:16f p. 31, 23 Tdf. [ἀγγέλων]; ApcMos 38 [κύριος στρατιῶν]; Philo; Jos., Bell. 7, 31, Ant. 14, 271; Just.; loanw. in rabb.) of Pharaoh’s army 1 Cl 51:5 (cp. Ex 14:4, 9, 17).—στρατιὰ οὐράνιος the heavenly army of angels (s. 3 Km 22:19; 2 Esdr 19: 6.—Pla., Phdr. 246e στρατιὰ θεῶν τε καὶ δαιμόνων; Just., D. 131, 2 τοῦ διαβόλου) Lk 2:13 (for the constr. ad sensum πλῆθος στρατιᾶς … αἰνούντων cp. Appian, Bell. Civ. 5, 64 §272 ὁ στρατὸς αἰσθανόμενοι εἵλοντο). ἡ στρατιὰ τοῦ οὐρανοῦ the host of heaven of the heavenly bodies (cp. Ps.-Demetr. c. 91 after an ancient lyric poet ἄστρων στρατόν; Maximus Tyr. 13, 6e; 2 Ch 33:3, 5; Jer 8:2; PGM 35, 13) Ac 7:42.
occasionally (poets, pap) in the same sense as στρατεία 2 Cor 10:4 v.l., but s. στρατεία on this passage.—DELG s.v. στρατός. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στρατιά — στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιᾷ — στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στρατία — Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc/acc dual Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατία — στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc/acc dual στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στρατίᾳ — Στρατίᾱͅ , Στρατίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατίᾳ — στρατίᾱͅ , στράτιος of an army fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατιή Α [στρατός] σύνολο στρατευμάτων με ενιαία διοίκηση νεοελλ. πολυάριθμος στρατός ξηράς και, ειδικότερα, ο μεγαλύτερος στρατιωτικός σχηματισμός αποτελούμενος από σύνολο σωμάτων στρατού ή συγκροτημάτων ή μονάδων διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • στρατιά — η σύνολο στρατευμάτων: Υπήρξε διοικητής στρατιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατιάων — στρατιά̱ων , στράτιος of an army masc/fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατία fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατιά army fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιᾶι — στρατιᾷ , στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιᾷ , στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιάν — στρατιά̱ν , στρατία fem acc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ν , στρατιά army fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”